- προσκύρησις
- -ήσεως, ή, Α [προσκυρῶ (Ι)](ιδίως σχετικά με θεραπεία νόσου) επίτευξη, πραγματοποίηση («προσκύρησις ἀκέσιος», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκύρησιν — προσκύρησις procuring fem acc sg προσκύ̱ρησιν , προσκυρέω reach pres subj mp 2nd sg (epic) προσκύ̱ρησιν , προσκυρέω reach pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)